- υπερφυσώμαι
- -άομαι, ΜΑ [φυσῶ, -ώμαι]μτφ. παραφουσκώνω, δείχνω μεγάλη υπεροψία («ὑπερφυσηθεὶς τὴν διάνοιαν», Βασ.)αρχ.φουσκώνω πάρα πολύ, διογκώνομαι (α. «τῆς κοίλης νοτίδος τῆς ὑπερφυσωμένης ἐν τοῑς κρουνοῑς», Βασ.β. «αἱ φυσαλίδες ὑπερφυσώμεναι ἐς μέγιστον ὄγκον αἴρονται», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.